- ἁλιειδής
- ἁλι-ειδής, meerfarbig
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
αλιειδής — ἁλιειδής, ὲς (Α) ο όμοιος με τη θάλασσα κατά το χρώμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἁλι * (< ἅλς) + ειδὴς < εἶδος] … Dictionary of Greek
ἁλιειδέας — ἁλιειδής sea coloured masc/fem acc pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αλι- — Γλωσσ. α συνθετικό λέξεων τής αρχαίας Ελληνικής με μεγάλη παραγωγικότητα, που προέρχεται ετυμολογικά από το ουσ. ἅλς* (I), (II) «θάλασσα, αλάτι». Το ἁλι ως α συνθετικό σημαίνει συνήθως «θάλασσα» και σπανιότερα «αλάτι». Στα νέα Ελληνικά απαντά… … Dictionary of Greek